- αιμόπτυση
- αιμόπτυση, η και αιμοπτυσία, ητο φτύσιμο αίματος: Η αιμόπτυση είναι σημάδι εσωτερικής αιμορραγίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιμόπτυση — Η αποβολή από το στόμα αίματος που προέρχεται από το βρογχικό δένδρο και τους πνεύμονες. Παρότι συχνά αποτελεί εκδήλωση φυματικής πνευμονικής βλάβης, μπορεί να εμφανίζεται συχνά σε ορισμένες καρδιοπάθειες, σε βρογχεκτασίες, σε πνευμονικό έμφραγμα … Dictionary of Greek
αιμοπτυσικός — ή, ό [αιμόπτυση] αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με την αιμόπτυση* … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αιμοπτυσία — η η αιμόπτυση* … Dictionary of Greek
αιμοπτυστώ — κάνω αιμόπτυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αιμόπτυστος < αίμα + πτύω] … Dictionary of Greek
αιμοφτύνω — 1. κάνω αιμόπτυση 2. μοχθώ νύχτα μέρα για να κατορθώσω κάτι, «φτύνω αίμα» … Dictionary of Greek
δίαιμος — δίαιμος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει αίμα 2. φρ. «δίαιμον ἀναπτύειν» φτύνει αίμα, κάνει αιμόπτυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α) + αιμος < αίμα (πρβλ. άναιμος, σύναιμος)] … Dictionary of Greek
πνευμονορραγία — η, Ν 1. ιατρ. αιμορραγία από τους πνεύμονες, αιμόπτυση 2. διήθηση αίματος στους πνεύμονες, αιμορραγία μέσα στις κυψελίδες τών πνευμόνων … Dictionary of Greek